- αντιλογώ
- κ. αντιλογιούμαι (Α ἀντιλογῶ -έω Μ ἀντιλογοῡμαι)αντιλέγω, φέρνω αντίρρησημσν.- νεοελλ.(-λογώ κ. –γούμαι)δίνω απάντηση σε συζήτησηνεοελλ.(-ώ)1. αλλάζω γνώμη2. συγχύζω, ταράζω κάποιοναρχ.(-ῶ) αρνούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.